εθνοφθόρος

εθνοφθόρος
-α, -ο
ο καταστρεπτικός για το έθνος, εθνοκτόνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εθνοφθόρος — ο ο καταστρεπτικός για το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1850] …   Dictionary of Greek

  • εθνοκτόνος — α, ο που σαν να σκοτώνει το έθνος, που το καταστρέφει, ο εθνοφθόρος: Εθνοκτόνα πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”